- ατιμωρησία
- η (AM ἀτιμωρησία) [ατιμώρητος]το να μην τιμωρείται κανείς, η μη επιβολή ποινής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατιμωρησία — η το να μην τιμωρείται κανείς για κάτι κακό που έκανε: Η ατιμωρησία συνήθως αποθρασύνει όσους κάνουν αδικήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
ανεπιπληξία — ἀνεπιπληξία, η (Α) ατιμωρησία, ακολασία … Dictionary of Greek
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek